γυναικώδης, -ες
I
οὗτος ... τερατείας γυναικώδους ἐστὶ πλήρηςPlb.12.24.5,
πρὸς τὰς πολεμικὰς χρείας ἀγεννὴς καὶ γ.del rey Prusias, Plb.36.15.1, cf. 2.56.9,
ζῆλοςD.S.2.24,
ἄνανδρος καὶ γ. συνήθειαPh.1.366, cf. Plu.Sol.21, Gr.Nyss.V.Mos.27.26,
μικρὸν φθέγγονται καὶ ἰσχνὸν καὶ γυναικῶδεςemiten un grito pequeño, débil y mujeril Luc.Nigr.11
•de tipo femenino
τὰ ὑγρὰ τῶν σωμάτων καὶ γυναικωδέστεραAr.Byz.Epit.1.84.
2 que tiene aspecto de mujer
λευκοί, γυναικώδεεςde ciertos enfermos crónicos, Aret.SD 2.1.8, cf. 2.5.2, 3.
II adv. -ῶς afeminadamente
ἐψίλωτο γὰρ ὁ Κλεισθένης τὰς γνάθους γ.Sch.Ar.Th.575.