< γῠναικόβουλος
γῠναικογήρῡτος >
γυναικογένεια
,
-ας, ἡ
línea femenina
,
línea materna
συγγενὴς πρὸς γυναικογένειαν
PSI
1016.26 (II a.C.), cf.
PGen
.104.15 (II d.C.).