< γῠναικοφόνος
γῠναικοφυής >
γῠναικόφρων
,
-ον
que siente como las mujeres
γ. γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ
E.
Fr
.19.34M.,
καλλωπιστάς, γυναικόφρονας
Procl.
Par.Ptol
.228.