< γυναικοκτόνος
γῠναικομᾰνέω >
Γυναικολιμενίτης
,
-ου
ginecolimenita
ét. del Puerto de las Mujeres en el Bósforo Tracio, St.Byz.s.u.
Γυναικόσπολις
, cf. Γυναικῶν λιμήν.