γυναικισμός, -οῦ, ὁ
actitud propia de mujer, comportamiento femenino
οὐδένα γὰρ γυναικισμὸν ἐν δεισιδαιμονίᾳ πρότερον κατεγνώκει τῆς ΚαλπουρνίαςPlu.Caes.63
•ref. despect. a hombres afeminados afeminamiento
ὑπερβολὴν ... ἀνανδρίας, ἅμα δὲ καὶ γυναικισμοῦ καὶ κολακείαςPlb.30.18.5, cf. D.S.31.15,
γυναικισ[μὸν ὃν καὶ Ἀγά]θωνος ... [οἱ] κωμικοὶ κα[τηγοροῦσιν] καὶ Δημοκρ[ίτουPhld.Mus.1.33.5, cf. 4.14.37.