ἐμπήδησις
ἐμπηκτέον
ἐμπήκτης
Ἐμπηλάθρα
ἔμπηλος
ἔμπηξις
ἐμπηρία
ἔμπηρος
ἐμπηρόω
ἔμπης
ἐμπήσσω
ἐμπιαίνομαι
ἐμπιέζομαι
ἐμπίεσις
ἐμπίεσμα
ἐμπιεστός
ἐμπικραίνομαι
ἔμπικρος
ἐμπιλέω
ἐμπίλιον
ἐμπίμελος
ἐμπιμπλάω
ἐμπίμπλημι
ἐμπιμπράω
ἐμπίμπρημι
ἐμπινής
ἐμπίνω
ἐμπιπάσκομαι
ἐμπῐπίσκω
ἐμπιπλ-
ἐμπιπλέω
ἐμπιπρ-
ἐμπιπράσκω
ἐμπίπτω
ἐμπίς
ἐμπίσαις
ἐμπισθέν
ἐμπίσειον·
ἐμπισσόω
ἐμπίστευσις
ἐμπίστευτος
ἐμπιστεύω
ἐμπιστῆρας μύθων·
ἔμπιστος
ἐμπίτνω
ἐμπιτυάζω
ἐμπλ-
1 ἐμπλάζω
2 ἐμπλάζω
ἐμπλανάομαι
ἔμπλασις
ἔμπλασμα
ἐμπλάσσω
ἐμπλαστέον
ἐμπλαστή
ἐμπλαστικός
ἔμπλαστος
ἐμπλάστριον
ἔμπλαστρον
ἐμπλαστροποιΐα
ἔμπλαστρος
ἐμπλαστρόω
ἐμπλαστρώδης
ἐμπλαστώδης
ἐμπλατειάζω
ἐμπλατής
ἐμπλατύνω
ἔμπλατυς
ἐμπλέγδην
ἔμπλεγμα
ἔμπλειος