ἐμπλαστικός, -ή, -όν
1 medic. apto para emplastos, que se utiliza en emplastos
δυνάμειςDsc.1.102, Gal.17(1).962, 11.574,
φάρμακαGal.11.636.
2 glutinoso, pegajoso
ἐδέσματαGal.15.878,
τὸ τυρῶδες τοῦ γάλακτοςOrib.14.40.6.
δυνάμειςDsc.1.102, Gal.17(1).962, 11.574,
φάρμακαGal.11.636.
ἐδέσματαGal.15.878,
τὸ τυρῶδες τοῦ γάλακτοςOrib.14.40.6.