ἐμπίμπρημι
• Grafía: frec. cód. -πιπρ-
• Morfología: [pres. inf. ἐμπιμπράναι Ar.Nu.1484, part. ἐμπιμπράς X.An.5.2.3, med. pres. ind. ἐμπίπραμαι Hdt.1.19, impf. 3a plu. ἐνεπίμπρασαν Th.6.94, X.HG 6.5.32; fut. 1a sg. ἐνιπρήσω Il.15.702, ἐμπρήσω Ar.Th.749, 3a plu. ἐμπρήσοντι TEracl.1.145 (IV a.C.), med. inf. ἐμπρήσεσθαι Paus.4.7.10, ἐνιπρήσεσθαι Q.S.1.494; aor. ind. 1a sg. ἐνέπρησα Il.9.242, S.Ph.801, inf. ἐνιπρῆσαι Il.13.319, 14.47, med. ind. 1a sg. ἐνεπρησάμην PTeb.61(b).289 (II a.C.), pas. aor. ind. 1a sg. ἐνεπρήσθην Hdt.5.102, 6.25, Th.4.29; perf. med.-pas. ind. 1a sg. ἐμπέπρησμαι Hdt.8.144, Ph.1.391, fut. perf. 3a sg. ἐμπεπρήσεται Hdt.6.9, inf. ἐμπεπρήσεσθαι Plu.Sull.27]
I tr.
1 incendiar frec. en cont. bélico, c. ac. y dat. instrum.
πυρὶ νῆαςIl.8.182, 217, 12.198, 14.47, cf. LXX 2Pa.36.19,
τὴν πόλιν ἐν πυρίLXX De.13.16, cf. Nu.31.10,
ἐὰν δέ τι οἱ πολέμιοι πειρῶνται ἐμπιμπράναι ἰσχυρᾷ σκευασίᾳ πυρόςAen.Tact.34.1, c. ac. y gen.
αὐτὰς τ' ἐμπρήσειν ... πυρόςIl.9.242,
μὴ δὴ πυρὸς αἰθομένοιο νῆας ἐνιπρήσωσιIl.16.82, sólo c. ac.
νῆας ἐνιπρῆσαιIl.13.319, 15.507, cf. Hdt.9.106, Th.6.64, Plb.16.31.5,
οἰκήματαHdt.1.17, cf. Ar.Nu.1484, Pl.R.471a, Herod.2.52, Phld.Ir.24.34, I.BI 1.334,
τὰς θύραςAr.Lys.311,
τὰς σκηνὰς ἐρήμουςTh.1.49, cf. 6.75,
τὸ στρατόπεδονX.HG 1.6.37, cf. Plb.3.43.9,
ξύλινον τεῖχοςHdt.4.123, cf. Th.6.102,
στοάςPlb.4.62.2,
τοῖς] ἐμπρήσασι τὰ ἀρχεῖα καὶ τὰ δημόσια γράμματαSIG 684.22 (Dime II a.C.),
τὰς μὲν ἀτειχίστους τῶν πόλεωνX.l.c., cf. E.Tr.1260, Eu.Matt.22.7, I.Vit.410, PThmouis 1.104.14 (II d.C.),
τὰς πόλιας ἐνεπίμπρασαν αὐτοῖσι τοῖσι ἱροῖσιHdt.6.32, cf. Th.1.108,
τὸ τέμενοςSIG 372.8 (Samotracia III a.C.), cf. I.BI 5.405, Plb.4.19.6, LXX Io.8.19, I.BI 5.411, D.Chr.11.30,
τὸ χρηστήριον τὸ τοῦ ΔιόςHdt.3.25,
τά ἀγάλματαHdt.3.37,
τὸ ἄλσοςHdt.6.75,
ἐμπρήσαντός τινος κατὰ μικρὸν τῆς ὕληςTh.4.30, cf. TEracl.l.c.,
σῖτονTh.6.94,
πυ[ρ]οῦ γενήματαPTeb.l.c., cf. PBerl.Leihg.40.8 (II d.C.)
•en v. med. mismo sent.
πολλὰς ... ἐμπρησάμενος τῆς πόλεως οἰκοδομίαςProcop.Goth.8.33.14
•en v. pas.
Σάρδις ... ἐμπεπρῆσθαι ὑπό τε ἈθηναίωνHdt.5.105, cf. Pl.Grg.469e, Aesop.54,
οὔτε τὰ ἱρὰ οὔτε τὰ ἴδια ἐμπεπρήσεταιHdt.6.9, cf. 19, 25, 8.55, 144,
συνοικιῶν ἐμπε[πρ]ησμένωνBGU 1047.2.13 (II d.C.),
τῶν ἐπαύλεων τῶν ἐμπεπρησμένωνIMylasa 602.19 (I a.C.), cf. SIG 783.15 (Mantinea I a.C.), cf. D.H.8.68,
ληίου ἐμπιμπραμένου ὑπὸ τῆς στρατιῆςHdt.1.19,
νῆσοςTh.4.29,
ὕλη ἐμπεπρησμένηel bosque incendiado Arist.Pr.906b9, cf. Posidon.239, Plb.34.2.16,
ῥίζαιPh.l.c.,
ναυσὶν ἐμπιμπραμέναιςAristid.Or.16.36,
εἰ δὲ μὴ σπεύσειεν, ἐμπεπρήσεσθαι τὸ Καπιτώλιονsi no se apresuraba, el Capitolio sería quemado Plu.l.c.
2 quemar, prender fuego a c. ac. de pers.
ἑτέρους δέ τιναςHdt.4.164,
πάσαςAr.Lys.269,
τὸ παιδίονMen.Sam.554,
Σίμων'Ar.Nu.399
•abs.
τῷ Λημνίῳ ... πυρὶ ἔμπρησονquéma(me) con fuego lemnio S.l.c.
3 de pers. y anim. chamuscar en v. pas.
φωνὴ ἐμπεπρημένης ὑόςgruñido de cerda chamuscada Ar.V.36
•part. subst.
ἘμπιπράμενοιLos chamuscados tít. de una comedia de Cratino, Clem.Al.Strom.6.26.4,
Ἐμπιμπραμένηtít. de una comedia de Menandro, Ath.559e.
4 fig. aterrorizar
ἁλιῆαςde un pez, Nic.Th.824.
II intr., en v. med.-pas.
1 incendiarse
αὐτομάτως ἐμπεπρησμένου τοῦ χάρακοςhabiéndose incendiado la empalizada espontáneamente Plb.14.4.8.
2 medic. inflamarse
πνεύμασι ἐμπίπραται ἡ κύστιςAret.SA 2.10.3.
3 fig. encenderse de ira
ἐγὼ δὲ ἐνεπιμπράμην μένLuc.Cat.12.