ἐμπιστεύω
• Grafía: pap. ἐνπ-
I
τούτοις ... τὰ κατὰ τὴν ἀρχήνD.S.1.67,
τῷ Φωκίωνι ... τὸ σῶμαPlu.Phoc.32, cf. I.BI 1.262,
Ἔρως ... ταῖς βολαῖς τῶν ... ὀμμάτων ... τὴν τόξευσινLib.Descr.30.8,
τοῖς οἰκέταις οἶνονGp.7.8.1, en v. pas.
ἐμπιστεύσατε ἐν κυρίῳ θεῷ ὑμῶν καὶ ἐμπιστευθήσεσθεconfiad en el Señor vuestro Dios y seréis dignos de confianza LXX 2Pa.20.20 (v. tb. infra II),
τὴν ἐμπιστευθεῖσαν αὐτῷ στρατηγίανI.BI 3.137, cf. IG 5(1).1432.22 (Mesene I a.C.),
(συνευνοεῖν) ἐν ἁπ[άσ]ι τοῖς ... ἐμπιστευθησομένοις αὐτῷPStras.40.40 (VI d.C.),
οἱ δὲ σφόδρα ἐμπιστευθέντες προδόταιlos que han recibido gran confianza (resultan) traidores Aesop.76
•c. ac. de rel. estar encargado de
τὴν ἀρχήνLuc.Demon.51, fig.
ὁ ἐγκέφαλος ἀσφάλειαν (τοῦ σώματος) ἐμπεπιστευμένοςHp.Ep.23,
ἐκ παλαιοῦ χρόνου τὴν γεωργίαν ἐνπιστευθεὶς ἐτύγχανενPStras.5.10 (III d.C.), cf. Gp.2.44.1,
ὁ τὰ εἰρηνικὰ ἐμπεπιστευμένοςPTurner 44.16 (IV d.C.).
2 c. inf. asegurar, dar seguridades de que en v. pas.
ἐνπιστευθε[ὶ]ς ὑπὸ τούτου ἔχειν ... πλοῖον ἑλληνικόνhabiendo sido asegurado por él que tenía una nave griega, POxy.2347.4 (IV d.C.).
II intr. fiarse, confiar
οὐ ταῖς ἀρχαῖς ἐμπιστεύοντες, αἳ μεταπίπτειν εἰώθασινArist.Ep.2.1 (p.29),
ταῖς παρὰ τῶν ἄλλων κατηγορίαιςNic.Dam.Vit.Caes.130.19
•c. dat. de la divinidad confiar, encomendarse
οὐκ ἐνεπιστεύσατε κυρίῳ τῷ θεῷLXX De.1.32, c. prep.
ἐν κυρίῳ θεῷLXX 2Pa.20.20,
ἐπί σοιLXX 3Ma.2.7.