< ἐμπίεσις
ἐμπιεστός >
ἐμπίεσμα
,
-ματος, τό
fractura deprimida
craneal, Sor.
Fract
.1, 6, 9, cf. Heliod. en Orib.46.14.1, Paul.Aeg.6.90.1.