ἐμπικραίνομαι
1 de pers. exasperarse, irritarse con c. dat.
Ἱππίεω ... ἐμπικραινομένου Ἀθηναίοισι διὰ τὸν Ἱππάρχου θάνατονHdt.5.62, cf. D.C.47.8.4, abs.
γυναικηίωςEus.Mynd.54.
2 de la enfermedad agravarse, agudizarse
Ἡρώδῃ ... ἡ νόσος ἐνεπικραίνετοI.AI 17.168.