< ἐμπλατύνω
ἐμπλέγδην >
ἔμπλατυς
,
-υ
extenso
,
general
αἴσθησις ἐμπλατύτερα τὰ εἴδη κομιζομένη
la sensación, que aporta formas más generales ...
Plot.5.3.9.