ἔμπλεγμα, -ματος, τό


trenzado del cabello ἐμπλέγματα γυναικεῖα Artem.4.83, τὰ τῆς ἑταιριζομένης ἐμπλέγματα ἢ ἐνδύματα Const.App.1.8.17, cf. Chrys.Catech.Illum.1.34, de crines de caballos, Phot.α 3179.