< ἔμπλαστρον
ἔμπλαστρος >
ἐμπλαστροποιΐα
,
-ας, ἡ
elaboración de emplastos
εἰς ἐμπλαστροποιΐαν ... χρήσιμός ἐστιν ὅ τε κηρὸς καὶ ἡ ῥητίνη
Gal.13.898, cf. 784.