< ἐμπηδάω
ἐμπηκτέον >
ἐμπήδησις
,
-ιος, ἡ
impacto
,
acometida
γίνονται δὲ αὗται (ῥήξιες) ἢ ἀπὸ πληγῆς ... ἢ ἐμπηδήσιος ἑτέρου
Hp.
Epid
.2.1.9.