ἔμπηρος, -ον
1 lisiado, tullido, enteco
πάντα ... ἐγίνετο διάστροφα καὶ ἔμπηρα ... ὁμοίως πρόβατα καὶ ὑποζύγια καὶ ἄνθρωποιtodos quedaban retorcidos y tullidos, fuesen rebaños, bestias de carga o humanos Hdt.1.167, cf. Ael.Fr.50,
ἡ ἀμορφοτάτη ἢ εἴ τις αὐτέων ἔ. ἦνHdt.1.196,
ἢ ἔμπηρόν τι τοῦ σώματος γενέσθαιHp.Morb.1.1, cf. 3, Demetr.Com.Vet.2 (ap. crít., pero v. ἔμμηρος), D.H.1.23, Them.Or.26.319a.
2
ἔμπηρα· ἀνέξοχαHsch.