ἐμπίμπλημι
• Grafía: frec. cód. -πιπλ-
• Morfología: [pres. imperat. 2a sg. ἐμπίμπληθι Il.21.311, ἐμπίμπλη Ar.Au.1310, inf. ἐμπιπλάναι Heraclit.All.11, part. ἐμπιμπλάς Hp.Morb.2.12, X.An.1.7.8, med. ind. ἐμπίπλαται Arist.HA 550a2, opt. ἐμπλῄμην Ar.Ach.236; fut. ἐμπλήσω E.HF 572, inf. ἐμπλησέμεν Od.10.523, 11.31; aor. ind. sigm. ἐνέπλησα Il.20.471, Hdt.3.105, Th.7.82, Hp.Flat.10, ép. subj. 2a sg. ἐνιπλήσῃς Od.19.117, med. rad. atem. sin aum. 3a sg. ἔμπλητο Il.21.607, A.R.4.16 (tm.), 3a plu. ἔμπληντο Od.8.16, pas. inf. ἐνιπλησθῆναι Od.11.452; perf. ind. ἐμπέπληκα Pl.Ly.204c]
A tr.
I frec. c. ac. del recipiente o similar y gen. de materia
1 llenar, colmar
a) c. gen. de materia líquida
ἐμπίμπληθι ῥέεθρα ὕδατοςllena tus cauces de agua dirigiéndose al río Escamandro Il.21.311, cf. E.l.c.,
ἓν δέπας ... ὕδατοςOd.9.209, cf. Thebaïs 2.4, Hp.Morb.2.12,
ἑπτὰ καὶ ἑξήκοντα λεκάνας ἐνέπλησε πύουςIG 42.122.58 (IV a.C.),
(κύστιν) ἐλαίουAen.Tact.31.12,
τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐμπίπλησι δακρύωνllena las cuencas de sus ojos de lágrimas I.BI 1.83, sólo c. ac.
δώδεκα δ' ἔμπλησονllena doce ánforas de vino Od.2.353, en v. pas.
(διὰ τὸ) ἐμπλησθῆναι δὲ τῶν σωμάτων τὴν ... λίμνηνI.BI 4.437,
ὑπὸ τῆς πρώτης κεφαλῆς τοῦ ῥοὸς ἐμπίμπλαταιPeripl.M.Rubri 46
•en v. med. mismo sent.
τὸ ἄγγος τοῦ ὕδατος ἐμπλησαμένηHdt.5.12;
b) c. gen. de materia sólida
ἐμπλήσαντες ταῦτα (θυλάκια) τῆς ψάμμουHdt.l.c.,
ταρίχου τὸ σταμνίονPSI 413.20 (III a.C.),
τοὺς κοφίνους ... ἐμπίμπλη πτερῶνAr.Au.1310,
τὰ ἀγγεῖα ... σίτουLXX Ge.42.25, c. gen. de pers.
ὃν (el caballo de Troya) ... ἀνδρῶν ἐμπλήσαςOd.8.495, solo c. ac.
εἰς ὅ κε πάντας ἐνιπλήσωσιν ἐπαύλουςhasta que llenen todas mis majadas de ganado Od.23.358,
ἐνέπλησαν ἀσπίδας τέσσαραςde dinero, Th.l.c., tb. en v. med.
(τὸ πλῆθος) ἐμπίπλαται ἀγγεῖονla cantidad (de huevos del pulpo) llena completamente la cavidad Arist.l.c.;
c) medic.
πολλῆς ὑγρασίης ἐμπίμπλησι τὴν χώρηνHp.Vict.2.38,
οἱ πόνοι πνεύματος ἐνέπλησαν τὰς φλέβαςHp.Flat.10,
τὸ τραῦμα δηλητηρίων φαρμάκωνI.BI 1.272;
d) fig., c. ac. de sedes de la sensación, el sentimiento, el intelecto o la pers. y gen. de abstr. llenar, henchir
μή μοι ... θυμὸν ἐνιπλήσῃς ὀδυνάωνOd.19.117,
ψυχὴ ... διασείουσα (τὸ σῶμα) ... νόσων ἐμπίμπλησιPl.Ti.88a,
φλυαρίας ... ἡμᾶς πολλῆςPl.Phd.66c,
ἀπορίας τε καὶ ἀσαφείας ... πάντ' ἄνδραPl.Ep.343c,
(τὸ μειράκιον) ἐλπίδων κενῶνAeschin.1.171,
κροτοθορύβου ἡμᾶς ἐνέπλησαςEpicur.Fr.[71],
αὐτοὺς σοφίαςLXX Ex.35.35,
πᾶν τὸ στρατόπεδον ἐνέπλησε θορύβου καὶ ταραχῆςPlb.5.52.12,
τὸ δὲ στόμα μου ἐμπλήσαιμι ἐλέγχωνLXX Ib.23.4,
θάρσεος ... τοὺς πολε[ίταςIPE 12.355.16 (I a.C.), en v. pas.
ὅπως μὴ ῥᾳδιουργίας οἱ πολῖται ... ἐμπίμπλαιντοX.Lac.14.4,
τὰς ναῦς ... καίτοι ναυτικῆς ἀταξίας ἐμπεπλησμέναςPhilostr.VA 5.20
•en v. med. mismo sent.
μένεος δ' ἐμπλήσατο θυμόνllenó de ira su corazón, Il.22.312, cf. 504,
ἐμ μένεος ... κελαινὸν πίμπλαται ἦτορHes.Sc.429 (tm.).
2 llenar sustituyendo, rellenar
τὰς (γαστέρας) ... κνίσης τε καὶ αἵματος ἐμπλήσαντεςrellenando tripas de grasa y sangre para hacer un plato o embutido Od.18.45, en el embalsamamiento
ἐν ὦν ἔπλησαν τοῦ νεκροῦ τὴν κοιλίηνHdt.2.87 (tm.),
τὴν κοιλίην ... ἐμπιμπλᾶσι ἀχύρωνHdt.4.72, cf. 5.114.
3 impregnar, empapar, manchar completamente sólo c. ac. del vestido
αἷμα ... κόλπον ἐνέπλησενla sangre (del hígado) impregnó el regazo de su vestidura Il.20.471,
ἐμπλῆσαι τὸ λώπιον τὸ αὐτᾶςimpregnar su vestidura con su propio vómito IG 42.122.127 (IV a.C.).
4 saciar, hartar, satisfacer c. ac. de cosa o abstr.
(ἐπεὶ Κύκλωψ) μεγάλην ἐμπλήσατο νηδύνde comida, Od.9.296,
τὰς δὲ δέκ' (μοίρας) ἐμπίπλησι γυνήde placer, Hes.Fr.275,
ἐμπιμπλὰς ἁπάντων τὴν γνώμηνdando satisfacción a la opinión de todos X.l.c., cf. D.21.91,
ἵμερονA.R.4.429
•c. ac. de pers.
ὥστε ἐνέπλησαν ἕως νυκτὸς ἀλλήλουςde modo que hasta la noche se saciaron uno del otro ref. a Dafnis y Cloe, Longus 2.38.2, c. ac. de pers. y gen.
οὕτως ἐνέπλησεν αὐτοὺς τοῦ πολεμεῖνhasta tal punto los hartó de guerrear Isoc.9.63, c. dos ac.
μακρότητα ἡμερῶν ἐμπλήσω αὐτόνle saciaré de gran número de días, e.d., le daré larga vida LXX Ps.90.16,
ἐχ]θρότατον τὸν ἀδελφὸν ... τοιαύτης θοίνης ἐμ[π]λήσασα (τράπεζα)ref. al banquete de Tiestes, Fauorin.de Ex.14.24, c. ac. de pers. y dat.
οὐ γὰρ ἐμπλήσαιμί σ' ἂν μύθοιςE.Hel.769
•en v. med. mismo sent., c. ac. y dat. de pers.
βασιλεῖ τὴν ἀμφὶ τούτῳ ἐπιθυμίαν ἐνεπλήσατοProcop.Arc.26.38
•abs.
πάντες ἐνέπλησάν τ' ἔδοσάν τεal mendigo Od.17.503.
5 ref. al tiempo cumplir
τὴν αὑτοῦ μοῖρανPl.Lg.959c.
II c. ac. de una superficie
1 colmar, cubrir, recubrir
πυρήν τ' ἐμπλησέμεν ἐσθλῶνrecubrir de cosas valiosas la pira sacrificial, Od.10.523, 11.31,
ἐμπλήσω τῶν τραυματιῶν τοὺς βουνούς σουcubriré de víctimas tus colinas LXX Ez.35.8, cf. Herm.Sim.9.4.2,
λαφύρων τὸ στρατόπεδον ἐμπιπλάναιcolmar el campamento de botín Heraclit.l.c.
2 milit. ocupar, invadir c. ac.
οἱ ... σύμμαχοι διαταξάμενοι καὶ ἐμπλήσαντες τὸ πεδίονlos aliados desplegándose y ocupando completamente la llanura X.HG 7.1.20,
τὴν ὁδόνX.HG 2.4.11, c. ac. y gen.
ἐμπλήσαντες ἵππων τὸν ἱππόδρομονocupando con los caballos el hipódromo X.Eq.Mag.3.10.
B intr. en v. med. y med.-pas., frec. c. gen.
1 llenarse
ἐνέπλησθεν δε οἱ ... αἵματος ὀφθαλμοίse le llenaron los ojos de sangre, Il.16.348,
δακρύων τὰ ὄμματαX.Cyr.5.5.10,
ὕδατοςCleom.2.6.182, fig.
οἴκτου σὸν βλέπων ἐμπίμπλαμαι πρόσωπονme lleno de compasión al contemplar tu rostro E.Io 925
•medic., fisiol. llenarse, henchirse
ἡ κοιλίη ὕδατος ἐμπίπλαταιHp.Aph.7.55, cf. Morb.2.17,
ῥευμάτων τε καὶ πνευμάτων ὥσπερ λίμνας ἐμπιμπλαμένουςPl.R.405d, tb. en v. act.
(ἡ κύστις) ἀέρος ψυχροῦ ἐνέπλησεν(la vejiga) se llena de aire frío tras salir la orina, Arist.Pr.888b3
•ref. al oído llenarse completamente, saturarse
τὸ δὲ τὴν ἀκοὴν δέχεσθαι μὲν πάσας φωνάς, ἐμπίμπλασθαι δὲ μήποτεX.Mem.1.4.6, fig.
ἡμῶν ... τὰ ὦτα ... ἐμπέπληκε Λύσιδοςnuestros oídos están saturados de (escuchar el nombre de) Lisis Pl.l.c.
•fig. llenarse, cargarse de sentimientos, pasiones, etc.
ὀργῆς καὶ μένους ἐμπλήμενοςAr.V.424,
μήτε ὕπνου μήτε ἀφροσύνης ἐμπίμπλασθαιX.Cyr.4.2.41,
ὕπνου καὶ χάσμηςPl.R.503d,
ἐν δέ οἱ ὄσσε πλῆτο πυρόςA.R.l.c. (tm.), cf. Posidon.165.137, 176, en cont. peyor.
πλεονεξίας ἀδίκου ... ἐμπιμπλάμενοιPl.Criti.121b, cf. R.537e,
οἱ αὐχὴν θυμοῦ ἐνεπλήσθηel cuello se le llenó de bravura ref. al león de Nemea, Theoc.25.244,
σ]τάσ[ε]ως ἐμ[πιμ]πλάμενον διὰ τ[ὴν] ὑπεναντιότητα τῶν [ἔργ]ων καὶ [τῆς δόξη]ςEpicur.Fr.[34.30] 25,
οὐκ ἂν ἐμπέπληστο ἡ Ἑλλὰς τοσούτων κακῶνMax.Tyr.12.7,
ὀφθαλμὸς αὐτοῦ οὐκ ἐμπίπλαται πλούτουLXX Ib.23.4,
ὀργῆς ἅμα καὶ ζηλοτυπίας ἐμπλησθείςHld.7.27.4,
ἐμπλησθέντες τῆς ὕβρεωςI.AI 5.146,
ἀνοίαςAristid.Quint.87.4.
2 llenarse, estar cubierto u ocupado de lugares
πόλις δ' ἔμπλητο ἀλέντωνIl.21.607,
ἔμπληντο βροτῶν ἀγοραίOd.8.16,
τῆς γῆς πάντα ἐμπεπλᾶσθαι καὶ λογικῶν ζῴων καὶ ἀλόγωνCleom.1.1.269,
ἐνεπίμπλατο ἡ ὀρχήστρα χρυσῶν στεφάνωνAeschin.3.230, c. dat.
ἐμπίπλαται ... αἵματι ὁ βωμόςPaus.3.16.10.
3 hartarse, saciarse c. gen. de comida o bebida
τριχίδων ἑσπέρας ἐμπλήμενοςhabiéndose hartado por la tarde de sardinas Ar.Ec.56, cf. V.984, 1304,
σίτων ἅδηνPl.Plt.272c, tb. c. dat.
τῷ (ἀμπελίνῳ καρπῷ) ... ἐμπιμπλάμενοιHdt.1.212,
ἐμπιμπλάμενοι πυριάτῃCratin.149.2, fig.
ταῖς δὲ ἁρπαγαῖς οὕτως ἐνεπλήσθησαν οἱ στρατιῶταιI.BI 6.317, c. ac. adverb.
οὐδένα τε κόσμον ἐμπιπλάμενοι ... ἀπέθνησκονpor haber comido sin tasa, fallecieron Hdt.8.117,
ἐπειδὴ [δὲ] τάχιστα ἐνεπέπληντοLys.28.6
•abs.
(γαστὴρ) ἐνιπλησθῆναι ἀνώγειOd.7.221,
κἀμπιμπλάμενος κάθευδε τῆς μεσημβρίαςy harto de comer, echa la siesta Pherecr.85.3,
ἐνέπλητ' ἐν τῷ σκότῳse hartó de queso en la oscuridad Ar.V.911,
ὡς δὲ ἐνεπλήσθησανuna vez que estuvieron ahítos, Eu.Io.6.12, cf. Aesop.302
•fig., c. gen. de pers.
υἷος ἐνιπλησθῆναι ... ὀθφαλμοῖσινhartarme de contemplar a mi hijo con mis ojos, Od.11.452,
ἐὰν ὑμῶν ... ἀπὸ μέρους ἐμπλησθῶsi puedo disfrutar un poco de vosotros, Ep.Rom.15.24.
4 c. part., frec. c. neg. cansarse, acabar de, dejar de
ὅσα ἔσοιτο ὑπισχνούμενος οὐκ ἐνεπίμπλασοX.An.7.7.46,
μισῶν δ' οὔποτ' ἐμπλησθήσομαι γυναῖκαςnunca me cansaré de odiar a las mujeres E.Hipp.664,
ἔμπλησο λέγωνAr.V.603,
βάλλων ἐκεῖνον οὐκ ἂν ἐμπλῄμην λίθοιςnunca dejaría de tirarle piedras Ar.Ach.236.