< ἐμπλανάομαι
ἔμπλασμα >
ἔμπλασις
,
-εως, ἡ
untamiento
,
acción de untar
μέλιτι πρόσπλεκε εἰς ἀνακάθαρσιν καὶ γάλακτι εἰς ἔμπλασιν
Aët.16.40.