ἐμπλατύνω
I
τὰ ὅριά σουLXX Ex.23.18, cf. Am.1.13, Mi.1.16.
2 fig., c. ac. de pers. relajar, hacer sentirse bien
δόμα ἀνθρώπου ἐμπλατύνει αὐτόνLXX Pr.18.16.
II en v. med.-pas. extenderse fig.
αἰτία τοῦ ἐμπλατύνεσθαι τοῖς περὶ Ἀχαιῶν λόγοιςStr.8.7.3, cf. Cyr.Al.Mt.37.10, Eust.1680.31.