< ἐμπιπρ-
ἐμπίπτω >
ἐμπιπράσκω
1
vender
τοὺς καρπούς
Ps.Callisth.2.35
Γ
.
2
en v. med.
venderse
fig.
ὁ νοῦς ἐμπέπραται τῇ ἐνύλῳ ζωῇ
Origenes
Fr
.13
in Io
. (p.495.19).