< ἐμπήσσω
ἐμπιέζομαι >
ἐμπιαίνομαι
engordar
,
cebarse
ταῖς λιπαραῖς τραπέζαις ἐμπιαινόμενοι
Gr.Nyss.
V.Mos
.131.11.