ἔμπλαστρος, -ου, ἡ


medic. emplasto κίκινον ἔλαιον ... ἐμπλάστροις μιγέν Dsc.1.32.2, cf. Archig. en Gal.13.256, Thessal.211.4, Gal.12.236, Ael.Prom.46.19, PSI 297.1 (V d.C.), Gp.12.12.2, 17.22, Αἰγυπτία ἔ. Damocr. en Gal.13.821
fig. bálsamo εὑρὼν ἰατρὸν ἔμπλαστρον ἐπιτιθέντα νεκροῖς ref. a Cristo, Hsch.H.Hom.12.8.5, cf. 15.7.6, τῆς ὑπομονῆς Leont.Const.Hom.5.163.