ἐγκύκλημα ἐγκυκλητής ἐγκυκλιακός ἐγκυκλίζω ἐγκύκλιος ἐγκυκλιώνης ἔγκυκλος ἐγκῠκλόω ἐγκύκλωσις ἐγκυλινδέομαι ἐγκυλίνδησις ἐγκυλίνδομαι ἐγκυλισμός ἐγκυλίω ἐγκυλίωτος ἐγκύλλομαι ἐγκῠλόω ἐγκυμαίνω ἐγκυματίζω ἐγκύματος ἐγκυματόω ἐγκυμονάλμας ἐγκυμονέω ἐγκυμόνησις ἐγκυμονικός ἔγκυμος ἐγκυμόω ἐγκύμων Ἐγκύμων ἐγκυοποιέω ἔγκυος ἐγκυοφορέω ἐγκύπτω ἐγκυρέω ἐγκύρημα ἐγκύρησις ἐγκυριεύω ἔγκυρμα ἐγκύρτιον ἔγκυρτος ἐγκύρτωσις ἐγκύρω ἐγκῡσίχωλος ἐγκῠτί ἔγκυτον ἐγκύφωσις ἐγκωλεός ἔγκωλον ἐγκωμάζω· ἐγκωμιάζω ἐγκωμιαστέον ἐγκωμιαστής ἐγκωμιαστικός ἐγκωμιαστός ἐγκωμιογράφος ἐγκωμιολογικός ἐγκωμιολόγος 1 ἐγκώμιος 2 ἐγκώμιος Ἐγκώμιος ἐγκών ἐγκώπαια· ἐγκωπή ἔγκωπος ἐγκωφόω ἐγλ- Ἔγλα ἔγλασας· Ἐγλών ἔγμα ἕγμεινος