ἐγκύρησις, -εως, ἡ
encuentro, coincidencia, contacto c. gen.
ἐκ τῆς τοῦ χυλοῦ ἐγκυρήσεωςGorg.B 3, cf. Phld.Rh.125Aur.,
παρὰ τὰς συνεχεῖς ἢ σπανίους ἐγκυρήσειςS.E.P.1.37
•s. cont., medic. en BKT 3.30.
ἐκ τῆς τοῦ χυλοῦ ἐγκυρήσεωςGorg.B 3, cf. Phld.Rh.125Aur.,
παρὰ τὰς συνεχεῖς ἢ σπανίους ἐγκυρήσειςS.E.P.1.37