< ἔγκυρτος
ἐγκύρω >
ἐγκύρτωσις
,
-εως, ἡ
medic.
curvatura
ἐπὶ μὲν τῶν κώλων κατάγματος μετ' ἐγκυρτώσεως γενομένου
Cass.
Pr
.38.