ἐγκύπτω
I
ἐγκύψας κάτωAr.Ra.804,
τί γὰρ οἵδε δρῶσιν οἱ σφόδρ' ἐγκεκυφότες;Ar.Nu.191, cf. Th.4.4, Plu.2.159d,
οἱ ... χρηματισταὶ ἐγκύψαντεςlos usureros que van con la cabeza baja Pl.R.555e, cf. Phdr.254d, D.C.41.58.2,
ἀνὴρ ... ἐγκεκυφώςhombre encorvado Adam.2.56
•c. dat. inclinarse sobre
ἐγκύψαντες βιβλίῳS.E.P.1.45.
2 adelantar la cabeza, asomarse c. giro prep.
καθ' ἃς (θυρίδας) ἐγκύψανταPl.R.359d,
ἐγκύψας εἰς τὸν λάκκονLXX Bel 40, sin rég.
ἐγκύπτοντος τοῦ ΘρᾳκόςPlu.Alex.12, cf. Str.13.4.14.
3 medic. hacerse ganchudo, agarrotarse
δάκτυλοι ψυχροὶ καὶ μέλανες καὶ ἐγκύπτοντεςHp.Hebd.51.
II fig.
1 fijarse, meditar sobre c. εἰς y ac. de abstr.
ἐγκύψαντες ... ἐς τὰ τῶν πέλας κακάHdt.7.152, esp. crist. ref. la Escritura
ἐγκεκύφατε εἰς τὰς ἱερὰς γραφάς1Ep.Clem.45.2,
εἰς τὰ λόγια τοῦ θεοῦ1Ep.Clem.53.1, cf. Polyc.Sm.Ep.3.2, c. περί y gen.
περὶ ... δευτέρας Χριστοῦ ἐλεύσεωςGr.Nyss.M.46.832C, c. dat.
ἐγκύψωμεν τοῖς εὐαγγελίοιςAst.Am.Hom.13.8.1
•raro c. ac. examinar, fijarse en
(μύθους)Anon.Prol.7.37.
2 introducirse, engolfarse para conocer detenidamente
ἐγκεκυφότες εἰς τὰ βάθη τῆς θείας γνώσεως1Ep.Clem.40.1, c. dat.
τῇ Πυθαγορείῳ φιλοσοφίᾳ ... ἐγκύψαντεςHippol.Haer.1.25.1,
τῷ βάθει τῆς διανοίαςGr.Nyss.Hom.in Eccl.373.17.