ἐγκωμιάζω
• Grafía: graf. ἐνκ- Phld.Mus.p.52v.K.
• Morfología: [formas c. aum. ἐνε- y c. red. ἐγκε- como comp. de ἐν-; perf. sin red. ἐγκωμίακε Sch.Pi.P.4.57]
alabar, elogiar, encomiar c. ac. de pers.
τοὺς δὲ προτέρους ἐκείνους καὶ αἰτίους τῶν κακῶνPl.Grg.518d, cf. 519a, Pl.Lg.629c,
ἑαυτόνAeschin.3.241, cf. D.61.19, Aeschin.3.86, Plb.5.49.4, Aristid.Pro.159.11,
τοὺς μονάρχουςPlb.8.8.7,
ἐνκωμιάζουσι μέλεσι καὶ ῥυθμοῖς συνεχίζοντας ὑπεράθλους ὄνταςPhld.l.c.,
ἀνὴρ δὲ δοκιμάζεται διὰ στόματος ἐγκωμιαζόντων αὐτόνLXX Pr.27.21,
ἐγκωμιάζει δὲ τοὺς ἐν πολέμοις ἀριστεύσαντας Ἀθηναίωνde Gorgias, D.H.Dem.1.1,
ΒροῦτονPlu.Publ.10, cf. 2.492c, D.S.1.48, Demetr.Eloc.120, D.L.10.5, en v. pas.
ἐγκωμιασθεῖσα ὑπό τε ἀνδρῶν καὶ γυναικῶνHdt.5.55,
ὁ Ἔρως οὐ πᾶς ἐστι ... ἄξιος ἐγκωμιάζεσθαιPl.Smp.177c
•c. ac. de cosa o abstr.
ἐγκωμιάζεις μὲν αὐτοῦ τὴν τέχνηνPl.Grg.448e, cf. X.Cyr.5.3.3,
τὴν δημοκρατίανIsoc.7.71,
(συνθήκας)D.15.29,
τοὺς λόγουςAeschin.2.41, cf. Epicur.Nat.14.41.5,
τὸ ἱερὸν (τὸ ἐν Δήλῳ) ἐγκωμιάζει οὗ ἂν ἀφίκηταιIG 11(4).573.11 (III a.C.),
αὐτήν (χώραν)Str.15.1.34,
ὀφθαλμούςPh.2.23,
τὴν πρόνοιανArr.Epict.1.6.1, en v. pas.
περὶ ἑκάστου ἐγκωμιαζομένουPl.Smp.198d, cf. 177c,
στόμα συνετοῦ ἐγκωμιάζεται ὑπὸ ἀνδρόςLXX Pr.12.8, cf. Ph.2.164
•en v. med. mismo sent.
ἐγκωμιάσεσθαι τὸν ἜρωταPl.Smp.198d,
τὸ κάλλος ... ἐγκωμιάσεταιAeschin.1.133
•c. giro prep. expr. la causa alabar por
τὸν Αἰνείαν κατὰ τοῦτ' ἐνεκωμίασε, κατὰ τὴν τοῦ φόβου ἐπιστήμηνalabó a Eneas por esto, por la habilidad en la huida Pl.La.191b,
σε ἐπὶ σοφίᾳPl.Euthphr.9b,
αὐτὸν περὶ τὴν μάχηνPl.Tht.142b,
ἐκ τούτων ... τὴν ΣπάρτηνIsoc.12.111,
ὅσους ... ἐγκωμίακε κατ' ἀρετήνSch.Pi.P.4.507
•c. dos ac., compl. dir. e int.
ταῦτα δὲ καὶ ἄλλα τοιαῦτα ἐγκωμιάζουσιν δικαιοσύνηνalaban a la justicia (con) éstas y otras alabanzas tales Pl.R.363d,
πολλὰ μὲν Φίλιππον ἐγκωμιάζοντεςD.18.213
•abs. pronunciar un encomio o panegírico Phld.Vit.8B.,
σὲ ... αὐτὸν ἐγκεκωμιασκόταtú que has pronunciado un encomio personalmente Luc.Charid.2,
μαθὼν ἐγκωμιάζεινPhilostr.VS 617
•en v. pas. ser elogiado en un encomio o panegírico Phld.Vit.fr.14B., D.S.4.7
•part. subst.
ὁ ἐγκωμιάζωνel encomiasta Luc.Hist.Cons.7, cf. Hsch.