< ἐγκυρέω
ἐγκύρησις >
ἐγκύρημα
,
-ματος, τό
botín
,
presa
μισητὸν ... ἐ. γενέσθαι κυσὶ τὸν Πάτροκλον
Sch.Er.
Il
.17.272.