< ἐγκύρησις
ἔγκυρμα >
ἐγκυριεύω
estar bajo control
ἐγκυριεύσαντος ἀπὸ τοῦ Σαγγάρου χωρίου ἐν<τὸς> τοῦ Ψιλίου ποταμοῦ
Callistr.Hist.5.