ἐγκωμιαστικός, -ή, -όν
I
ἥκιστα τῶν ῥητόρων οἱ περιπαθεῖς ἐγκωμιαστικοίLongin.8.3.
2 ret. encomiástico
λόγοςAnaximen.Rh.1421b9,
ἀποφάσεις αὐτοῦ περὶ ΦιλίππουPlb.8.11.2,
τόποιD.H.Rh.5.3,
ἰδέαD.H.Rh.8.9,
λέξιςPh.2.31,
τρόποιAristid.Quint.30.7
•neutr. subst. τὸ ἐ. encomio, género encomiástico Plu.2.743d, D.L.7.43.
II adv. -ῶς de forma encomiástica, encomiásticamente Poll.4.26,
ταῦτα διηγηματικῶς, οὐ ἐ. συνεγράψαμενThdt.H.Rel.21.35.