διαλεκτικεύομαι διαλεκτικός διάλεκτος διαλελυμένως διάλεξις διαλεπίζω διαλεπτολογέομαι διάλεπτος διαλεπτουργέω διαλέπτυνσις διαλεπτύνω διαλεσχαίνω διαλευκαίνω διάλευκος διαλήγω διαληκάομαι διάλημμα διάλημψις διάληξις διαληπτέον διαληπτικός διαληπτός διαληρέω διαλήσασι διάληψις διαλιανάσθη διάλῐθος διαλικμάω διαλιμπάνω διαλινάω Διάλις διαλιχμάομαι Διάλκης διαλλᾰγή διάλλαγμα διαλλακτήρ διαλλακτήριος διαλλακτής διαλλακτικός διάλλαξις διαλλάσσω διάλληλος διαλλοιόω διάλλομαι Δίαλλος διάλλῠδις διαλλύος· δίαλμα διαλοάω διαλογή διαλογίζομαι διαλογικός διαλόγισις διαλόγισμα διαλογισμός διαλογιστέον διαλογιστής διαλογιστικός διαλογογράφος διάλογος διάλοι διαλοιδορέομαι διαλοιδόρησις διάλοιπος διαλοξεύω διάλοξος δίαλος διαλουφέω διαλούω δίαλσις διαλυγίζω