διάλλομαι
• Morfología: [aor. inf. διαλέσθαι Poll.1.196]


I tr. saltar, franquear de un salto τάφρον X.Eq.8.8, Plu.Rom.10, ῥῆγμα Str.12.2.4, χαράδραν Poll.l.c., ἐμπόδια Gr.Nyss.Hom.in Cant.80.13.

II intr.

1 saltar, dar saltos ἐπὶ τοὺς βουνούς LXX Ca.2.8, cf. Poll.5.67.

2 escaparse, evadirse τοὺς διηλμένους ἐκ τῆς φυλακῆς UPZ 64.4 (II a.C.).