δίαλμα, -ματος, τό


deport. salto πένταθλόν ἐστι πυγμή, πάλη, δ., δίσκος καὶ δίφρος Steph.in Rh.271.18, cf. Sch.Pi.O.13.39 Böckh, App.Anth.4.99.2.