< διαλλᾰγή
διαλλακτήρ >
διάλλαγμα
,
-ματος, τό
1
substitución
,
cambio
ref. a una pers., E.
Hel
.586.
2
diferencia
διαριθμουμένων τῶν ψήφων οὐ μέγα τὸ δ. ἐφάνη
D.H.7.64.