διακλέπτω
διακληρονομέομαι
διακληρόω
διακλήρωσις
διακλῑμᾰκίζω
διακλιματέω
διακλίνω
διάκλισις
διακλονέω
διακλύζω
διάκλυσμα
διακλυσμάτιον
διακλυσμός
διακλύστηρον
διακλώθω
διακναίω
διακνημόομαι
διακνίζω
διακοιλαίνω
διάκοιλος
διακοινοποιέω
διακοινώνησον·
διακοιρανέω
διακόκκω·
διακολακεύομαι
διακολαπτηρίζω
διακολάπτω
διακολλάω
διακόλλημα
διακόλλησις
διακολοβόω
διακολουθέω
διακόλουθος
διακολπιτεύω
διακολυμβάω
διακομιδή
διακομίζω
διακομιστής
διάκομμα
διακομπάζω
διακομπέω
Διακόν
διακονάω
διᾱκονέω
διακόνημα
διακόνησις
διακονητήρ
διακονητής
διακονητικός
διακονήτρια
διᾱκονία
διακονίζω
διακονικός
διάκονιν·
διακονίομαι
διακόνιον
διακονίς
διακόνισσα
διακονιστής
διάκονος
διακοντίζω
διακοντισία
διακοντισμός
διακόντωσις
διακοπή
Διακοπηνή
διάκοπον
διάκοπος
διάκοπρος
διακοπτέον
διακοπτικός