διακλίνω
I desviarse, alejarse de
ἀπὸ τῶν πυλῶνPlb.6.41.11,
τῆς ἀγορᾶςPlb.11.9.8.
II tr.
1 evitar, esquivar
τὴν φυγήνPlb.11.15.5,
τὴν ἀπάντησινPlb.38.11.3,
τὰς καταγραφάςPlb.35.4.6,
τὴν ὀξεῖαν καὶ ἐλαφρὰν κίνησιν πρὸς τὸ διακλῖναιD.Chr.2.61,
τὸ φίλημαChares 14a, c. inf.
κατὰ στόμα μὲν παρατάττεσθαι διέκλινονevitaban tener un encuentro frontal D.S.11.77.
2 doblar
πῆχυνPhilostr.Im.2.18.