< διακλίνω
διακλονέω >
διάκλισις
,
-εως, ἡ
retirada
de la lucha
οἱ δὲ Ῥωμαῖοι τὰς διακλίσεις ... οὐκ ἔχοντες
Plu.
Pyrrh
.21.