διακλέπτω


I 1c. ac. de cosa robar ἔνια κρύπτουσαν καὶ διακλέπτουσαν Plu.Ant.83, en v. pas., c. idea de dispersión τὸ δὲ διακλαπὲν πολύ Th.7.85, ὅσα δ' αὐτῆς (οὐσίας) διακέκλεπται cuanto (de su riqueza) fue robado D.27.12, μήτε διακλαπῆναι ῥᾳδίως μηδέν Plb.2.62.11, τὰ διακλεπτόμενα PTeb.703.140 (III a.C.).

2 c. ac. de pers. salvar la vida, sustraer a un peligro ἐπὶ τῆς ἐμῆς σε ζόης διακλέψαι salvarte mientras yo esté vivo Hdt.1.38, διακλέψασα ἑαυτὴν καὶ τοὺς παῖδας Plu.Sull.22, en v. pas. πολλοὶ διεκλάπησαν ὑπὸ τῶν στρατιωτῶν Plu.Nic.27
sustraer a hurtadillas τὴν γυναῖκα Charito 5.2.9.

3 c. ac. de abstr. eludir, esquivar διακλέπτοντα τῇ ἀπολογίᾳ τὴν κατηγορίαν Lys.26.3
disfrazar, disimular τοῖς ἑαυτοῦ λόγοις τὴν ἀλήθειαν D.29.5, διακλέπτειν τῇ χάριτι τῆς συνθέσεως τὴν ἀνάγκην D.H.Comp.18.2.

II intr. en v. med. esconderse, ocultarse διεκλέπτετο ὁ λαός LXX 2Re.19.4.