διακλονέω


sacudir, agitar ψόφος πρὸ τῶν θυρῶν ... ἐξαίφνης τὴν ψυχήν διεκλόνησε Gr.Nyss.Virg.262.23, cf. Hsch.
en v. med.-pas. tambalearse ὅλος διακλονούμενος Vit.Aesop.G 18, οἱ σφόνδυλοι τοῦ νώτου μου διεκλονήθησαν Manes 57.8.