διάκομμα, -ματος, τό
1 medic. corte, herida Hp.Prorrh.2.15, Gal.12.816.
2 brecha, abertura en un canal de irrigación
τὰ διακόμματα τῆς ... διώρυγοςPPetr.3.38(a).2.19 (III a.C.),
διὰ τὸ μὴ ἐπικεχῶσθαι τὰ διακόμματαPPetr.2.37.1b.14 (III a.C.),
τὰ διακόμματα παλαιῶν χωμάτωνPPetr.3.45.2.4 (III a.C.), cf. PTeb.781.14 (II a.C.), Ostr.1025 (ptol.).