διακολυμβάω


1 hacer una travesía a nado, irse nadando c. giro prep. εἴς τινα τόπον Palaeph.27, εἰς τὸ πέραν LXX 1Ma.9.48, πρὸς αὐτὸν ἀπὸ τῆς ... στρατοπεδείας Plb.5.46.8, ἀπὸ τῶν πειρατῶν IG 12(5).653.29 (Siro I a.C.), sin rég. περιτραπείσης δὲ τῆς νηὸς καὶ πάντων διακωλυμβώντων Aesop.75, cf. Cyr.H.Catech.5.7, Pall.H.Laus.19.2, Hsch.s.u. διανηξάμενοι, Sch.Pl.Phdr.264a.

2 tr. cruzar a nado τὸν Τίβεριν D.S.14.116.