διακλύζω
I
κατ' ἄντρ' ἃ πόντος νοτίδι διακλύζειE.IT 107,
(τὸν χοῖρον) οἴνῳAth.381b,
τὰ ὦτα ... ὕδατι καθαρῷHp.Morb.2.14, en v. pas.
(ἄγγεα) ὅταν θερμῷ διακλυσθῇArist.GA 739b12.
2 abs., medic. poner un enema
ἢν διακλύσῃς χυλῷ φακῶν ἢ ἐρεβίνθωνHp.Aff.27.
3
glos. a διακωνῆσαιHsch.
II en v. med.-pas., medic.
1 lavarse a fondo, enjuagarse bien esp. la boca
γλῶσσα ἐκ τοῦ ὕπνου, εἰ μὴ διακλύσαιτο, ὑπότραυλος ὑπὸ ξηρότητοςHp.Epid.7.2,
οἴνῳ ἀκρήτῳ χλιερῷ διακλυζέσθωHp.Morb.2.32, cf. Nat.Mul.60,
ὀδόνταςArchig. en Gal.12.855, cf. Gal.12.879,
διακλύζονται καὶ ἐπιρροφοῦσινde personas sometidas a situaciones de nerviosismo, como los actores, Arist.Pr.948a2.
2 sólo en v. pas. ser usado como enjuagatorio
ὠφελοῦσι (οἱ βάτραχοι) καὶ ὀδονταλγίας συνεψόμενοι ὕδατι καὶ ὄξει καὶ διακλυζόμενοιCyran.2.5.31, cf. 5.20.6,
τὸ δὲ γάρος αὐτῆς (τῆς μαινίδος) ... διακλυζόμενονCyran.4.41.11, cf. 5.11.5.