διάκοπος, -ου, ὁ
I
ποταμείτας ... ἐργασαμέ(νοις) εἰς ἀνάλημψιν διακόπωνPSI 83.11 (II d.C.),
τοὺς διακόπους ἀποφραγῆναι πρὸ[ς τὸ δύνα]σθαι (τὰ χώματα) ἀντέχειν τῇ ἐσομένῃ πλημύρᾳ τοῦ ... ΝείλουPOxy.1409.16 (III d.C.),
χῶμα ... δημόσιον ..., ἐφ' ᾧ δ. καὶ τόποι ἐκνεν[ι]μμένοι ἀ[ν]αβολῆ[ς] δεόμενοιPOxy.1469.6 (III d.C.),
ἔργα διακόπουPGoodsp.Cair.30.6.4 (II d.C.) en BL 1.175, cf. POxy.3475.16 (III d.C.),
ὑδροφύλακας πρὸς [τ]ήρη[σι]ν τῶν διαφερόντων ἡμῶν διακόπου ὁρίωνPLond.1248.8 (IV d.C.) en BL 5.55, cf. PLond.1246.7 (IV d.C.) en BL 1.290, SB 12385.8 (IV d.C.), rota accidentalmente
ἔκρηγμα διακόπουPPetaus 18.25 (II d.C.), cf. POxy.3804.171 (VI d.C.)
•como acción apertura de la brecha en el dique
συκαμείνους β̅ ... ἀπὸ διακόπου γενομένου καταπεπτωκέναιPIand.139.21, cf. 29 (II d.C.).
2 p. ext. ramal cerrado de un canal donde se almacena el agua procedente de una brecha en el dique, en forma de codo PPetaus 18.26 (II d.C.), reutilizado para cultivo cuando se retira el agua
γήδια τῆς κοιλάδος τοῦ διακόπουPMasp.109.21 (VI d.C.).
II como adj. separador de un conjuro (cf. διακόπτω A II 1) PMag.7.429.