διάκοπος, -ου, ὁ


I 1abertura, corte, brecha voluntaria de un dique, taponada con tierra en la orilla de un canal de irrigación BGU 1188.8 (I a.C.) en BL 6.15, SB 9614.2 (III d.C.), Dig.47.11.10, ποταμείτας ... ἐργασαμέ(νοις) εἰς ἀνάλημψιν διακόπων PSI 83.11 (II d.C.), τοὺς διακόπους ἀποφραγῆναι πρὸ[ς τὸ δύνα]σθαι (τὰ χώματα) ἀντέχειν τῇ ἐσομένῃ πλημύρᾳ τοῦ ... Νείλου POxy.1409.16 (III d.C.), χῶμα ... δημόσιον ..., ἐφ' ᾧ δ. καὶ τόποι ἐκνεν[ι]μμένοι ἀ[ν]αβολῆ[ς] δεόμενοι POxy.1469.6 (III d.C.), ἔργα διακόπου PGoodsp.Cair.30.6.4 (II d.C.) en BL 1.175, cf. POxy.3475.16 (III d.C.), ὑδροφύλακας πρὸς [τ]ήρη[σι]ν τῶν διαφερόντων ἡμῶν διακόπου ὁρίων PLond.1248.8 (IV d.C.) en BL 5.55, cf. PLond.1246.7 (IV d.C.) en BL 1.290, SB 12385.8 (IV d.C.), rota accidentalmente ἔκρηγμα διακόπου PPetaus 18.25 (II d.C.), cf. POxy.3804.171 (VI d.C.)
como acción apertura de la brecha en el dique συκαμείνους β̅ ... ἀπὸ διακόπου γενομένου καταπεπτωκέναι PIand.139.21, cf. 29 (II d.C.).

2 p. ext. ramal cerrado de un canal donde se almacena el agua procedente de una brecha en el dique, en forma de codo PPetaus 18.26 (II d.C.), reutilizado para cultivo cuando se retira el agua γήδια τῆς κοιλάδος τοῦ διακόπου PMasp.109.21 (VI d.C.).

II como adj. separador de un conjuro (cf. διακόπτω A II 1) PMag.7.429.