διακομίζω
• Alolema(s): -ττω ICr.4.184a.14 (Gortina II a.C.)
I tr.
1 trasladar, conducir c. ac. de vehículos
(τὴν ἅμαξαν) σταδίους ... πέντε καὶ τεσσεράκονταHdt.1.31,
μίαν καὶ εἴκοσι ναῦςTh.8.8, fig. del alma en el cuerpo, Pl.Lg.898e
•c. ac. de pers. y cosas transportar, llevar
αὐτοὺς ἐς τὴν ... νῆσονTh.3.75,
τὴν δύναμιν ... διὰ τῶν στενῶνPlb.3.94.5, cf. D.S.17.41, Apollod.2.7.6,
τὸ βρέταςMenodot.Sam.1, cf. Aesop.75,
λίθουςLXX Io.4.3, esp. mercancías y víveres
παροδίτην ... ὀλέσαντα ὃ διεκόμιζενa un viajante que había perdido lo que transportaba Hp.Ep.17.2,
οὓς ταριχεύοντες ... διακομίζουσιν εἰς ΚαρχηδόναArist.Mir.844a32, cf. HA 570a1,
διὰ τοιούτων τόπων δαψιλῆ τὰ πρὸς τὴν τροφήνPlb.3.60.4, cf. I.Ap.1.291, abs.
ἀφικνεῖσθαι καὶ διακομίζεινcomo cualidades de un buen caballo, Ph.1.21, cf. Hld.10.13.4, en v. pas.
εἰς ἀπώτερον ἔτι διακομισθεὶς τόπονPl.Lg.905b, cf. Ephem.Alex.3a,
ἐφ' αἷς (σχεδίαις) διεκομίσθησανsobre las cuales (balsas) fueron transportados (cuerpos de ejército), Plb.3.42.8, cf. D.S.12.70,
(οἶνον) εἰς τὴν πόλιν τοῖς πλοίοις διακομίζεσθαιTimae.50,
ἀπὸ τοῦ διακομισθέντος ἐξ Ἡρακλέους πόλεωςde cereal PCair.Zen.791.3 (III a.C.),
ἵνα διακομισθῇ ὁ σίτος εἰς ῬώμηνSEG 34.558.46 (Larisa II a.C.),
πάντα σκεύη διεκομίσθηLXX 1Es.2.11
•c. mov. hacia el sujeto traer c. dat. de 1a pers.
αὐτὸ (τὸ σῶμα) ἡμῖνPHib.54.22 (III a.C.),
μοῖράν τινα ... ὡς ἐμοὶ διακομίσειενLuc.Symp.27, en v. pas.
αἰσχρῶς διεκομίσθησαν οἱ σωθέντες αὐτῶνlos que de ellos se salvaron fueron repatriados deshonrosamente And.3.30
•escoltar en barco
τοῦ ἔθν[ους] το[ὺς] ἡγεμόναςIEphesos 1487.9, cf. 1488.9 (ambas II d.C.).
2 llevar, ser portador de, transmitir como correo
πρεσβεία ἡ διακομιοῦσα εἰς Ἐπίδαυρον τόδε τὸ ψήφισμαIG 42.84.39 (I d.C.),
τὸ ἀντί[γραφονIG 7.2711.122 (I d.C.),
γραμματίδια ὑπὸ κόλπουLuc.Merc.Cond.27, cf. I.AI 11.284,
τὰ βασιλικὰ γράμματαHdn.3.5.4, cf. Synes.Ep.133,
ἐ]νεχειρ[ί]σθην ... χρυσοῦ νομισμ[άτ]ια δι[α]κόσια τριάκοντα ὀκτώ, ὥστε [δ]ιακομίσαι καὶ παραδοῦναι Διοσκουρίδῃ τινίse me confiaron doscientos trienta y ocho sólidos de oro, para que los llevase y entregase a un tal Dioscórides, PLips.34.5 (IV d.C.)
•ref. ideas, usos y costumbres trasladar, transmitir
τὰ τῶν ἄλλων τεχνῶν ἔργα διακομίζοντες ἐπ' ἀλλήλουςPl.Plt.289e,
τὴν δ' εὐδαιμονίαν τὴν ἐκ τῆς Ἀσίας εἰς τὴν ΕὐρώπηνIsoc.4.187,
(ἄσκησις) τὸν κόσμον ... ἐκεῖ διακομίζουσαla disciplina de vida que transmite al más allá el ornato (de aquí), Meth.Symp.10.6,
λόγους περὶ τῶν ἐκείνῃ σοφῶνPhilostr.VA 6.16,
ἓν νεῦρον οἷόν τ' ἐστὶ διακομίζειν τοῖς κάτω μέλεσι τὰς ἀπὸ τῆς ἀρχῆς δυνάμειςGal.5.617,
γραμμάτων Ἑλληνικῶν χρῆσιν εἰς Ἰταλίαν ... διακομίσαιD.H.1.33, cf. D.L.3.18.
3 en v. med. llevarse, llevar consigo
παῖδας καὶ γυναῖκαςTh.1.89,
τοὺς νεκροὺς διεκομίσαντοTh.4.38, cf. Plu.2.659a, un libro con evangelios, Cyr.Al.M.68.133A.
4 medic. restablecer, reconstituir
σιτίοισι διακομίζειν αὐτὸν μαλθακοῖσινHp.Morb.2.51.
II intr., en v. med.-pas. pasar
ὁ διακομιζόμενοςel que pasaba el foso, Th.3.23,
οὗτοι μὲν νυκτὸς διακομισθέντεςX.HG 6.2.11,
εἰς τὸ ΛιλύβαιονPlb.1.38.4,
εἰς τὴν ΑἴγυπτονLXX 3Ma.2.25,
πρὸς τὸν ἜρυκαPlb.1.60.3,
πρὸς τὸν βασιλέα διεκομίσθηse hizo llevar ante el rey LXX 2Ma.4.5,
πέραν τοῦ ῥεύματοςPlu.2.590d
•fig., c. ac. int.
τὸν βίον ἄριστα διὰ τοῦ πλοῦ τούτου τῆς ζωῆς διακομισθησόμεθαPl.Lg.803b
•c. mov. hacia el sujeto pasar, regresar
ἐκ ΛιβύηςPlu.Mar.12.