διακονίζω


administrar en v. pas. ἡ διακονισαμένη (χάρις) τῇ ἐν ἀνθρώποις αὐτοῦ (τοῦ Ὑιοῦ) παρόδῳ λέλεκται κεχαριτωμένη Origenes Fr.in Ps.44.3 (p.40), cf. Sch.Nic.Th.349b (cód.).