< διακολακεύομαι
διακολάπτω >
διακολαπτηρίζω
arq.
labrar de parte a parte
a cincel
τού[ς λίθους] κύκλῳ πάντας
IG
7.3073.185 (Lebadea II a.C.) en
C&M
8.1946.34.