διακναίω
I tr.
1 desgarrar, hacer pedazos, destrozar
ὄψινref. al ojo del Cíclope, E.Cyc.486,
ψόφοι διακναίουσι καὶ τῶν ἀψύχων σωμάτων τοὺς ὄγκουςArist.Cael.290b34, cf. 291a22, en v. pas.
διακναιομένης τ' ἐν προτελείοις κάμακοςde una lanza, A.A.65,
πόλις τάλαινα διακναισθήσεταιAr.Pax 251
•fig. ref. a la interpretación teatral destrozar
μὴ διακναίσῃ τοὺς προλόγους ἡμῶνAr.Ra.1228,
διακέκναικ' αἴσχισταPherecr.155.20,
διέκναισ' Ὀρέστηνdestrozó el Orestes (de Eurípides), Stratt.1.
2 de pers. consumir, desgastar abs.
ἡ ἀσιτίη διακναίειla falta de alimentación consume Hp.Morb.1.13, en v. pas. c. ac. rel.
τὸ χρῶμα διακεκναισμένοςque se ha quedado pálido Ar.Nu.120
•fig. c. suj. de abstr. y ac. de pers. consumir, atormentar
πόθος ... με διακναίσας ἔχειAr.Ec.957,
μία δ' ἀμφοτέρους ἄτη πατέρων διέκναισενE.El.1307, abs.
ἀνθρώπων γνῶμαι ... δυσάρεστοι διέκναισανE.IA 27,
τὸ σῶμα καὶ τὰς ψυχὰς αὐτῶν διακναίοντες ψευδεργίᾳ καὶ ψευδολογίᾳClem.Al.Paed.3.4.27, en v. pas.
αἰκείαισιν διακναιόμενοςsiendo atormentado por los ultrajes A.Pr.94,
τῶν ἀγαθῶν διακναιομένωνcuando los buenos sufren E.Alc.109, cf. Hsch., c. ac. rel.
διακναιόμενος καὶ διεσθιόμενος τὴν ψυχήνPh.2.541.
II en v. med.-pas.
1 desgarrarse
ἡ δὲ νοῦσος γίνεται μάλιστα, ἢν ἐν αὐτῇσί τι διακναισθῇHp.Mul.2.120.
2 frotarse, restregarse
(ἀθληταί) ῥοδοδάφναις ἐνίοτε τὰ νῶτα διακναίονταιGal.1.29.