< διακόκκω·
διακολαπτηρίζω >
διακολακεύομαι
1
rivalizar en lisonjas
Isoc.12.159.
2
tard. v. act.
adular
τὸν τῶν Ἀργείων ὄχλον
Sch.E.
Or
.714D. (ap. crít.).