< διακλυσμός
διακλώθω >
διακλύστηρον
,
-ου, τό
• Grafía:
graf. -στερ- Sch.A.R.2.569-70b
vaso para refrescar el vino
Sud.s.u.
κύλιξ ῥοπαλωτή
, Sch.A.R.l.c.