διακολοβόω
acortar, reducir
τῆς θείας οὐσίας τὴν τελειότηταGr.Nyss.Eun.1.316,
διακολοβοῦσαν ἢ ὑπερτείνουσαν τὰ ὡρισμένα μέτρα τῆς φύσεωςGr.Nyss.Eun.2.180, cf. 190.
τῆς θείας οὐσίας τὴν τελειότηταGr.Nyss.Eun.1.316,
διακολοβοῦσαν ἢ ὑπερτείνουσαν τὰ ὡρισμένα μέτρα τῆς φύσεωςGr.Nyss.Eun.2.180, cf. 190.